Μία σελίδα του Οδηγού διαταραχών

Ο Οδηγός διαταραχών περιλαμβάνει παρουσιάσεις για αναπτυξιακές διαταραχές.

Ο Οδηγός διαταραχών αναπτύσσεται στο Cloud και διατίθεται με άδεια χρήσης Creative Commons Διανο­μή 4.0 — CC BY-SA 4.0[?]. Μάθετε πώς συντάσσεται.

Οδηγός: Κατανόηση και διδασκαλία μαθητών με αυτισμό (Εγχειρίδιο για εκπαιδευτικούς)

Εικόνα NOESI.gr

Η έρευνα για τον αυτισμό έχει προχωρήσει θεαματικά τα τελευταία χρόνια και είναι σίγουρο ότι θα δώσει και άλλες απαντήσεις στο μέλλον σχετικά με τις αιτίες της εμφάνισής του και τον τρόπο που εξελίσσεται. Εν τω μεταξύ όμως, οι εκπαιδευτικοί και οι άλλες ειδικότητες εργαζομένων στα ειδικά σχολεία, τα τμήματα ένταξης, τις κοινές τάξεις και τον ιδιωτικό τομέα, έχουν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που συχνά τους οδηγούν σε αδιέξοδο, καταστάσεις με τις οποίες δεν έχουν έρθει ποτέ αντιμέτωποι κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους εμπειρίας.

Γράφει ο Διονύσης Στεργιούλας
Ειδικός παιδαγωγός (πρώην πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ειδικών Παιδαγωγών)

Επειδή η ανάπτυξη στον αυτισμό είναι ανομοιογενής, οι διαφορές μεταξύ δύο παιδιών με αυτισμό μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι σε δύο άλλα παιδιά που δεν παρουσιάζουν αυτισμό.

Έτσι, κάθε προσέγγιση που δεν προσαρμόζεται (πέρα από τις γενικές αρχές που μπορεί να είναι σταθερές) στο επίπεδο και στις ανάγκες του κάθε παιδιού ξεχωριστά και εξατομικευμένα, κάποια στιγμή θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Δύο από τους πιο γνωστούς μελετητές του αυτισμού παγκοσμίως (ο Stuart Powell και η Rita Jordan) γράφουν σχετικά: «Αν όσοι υποστηρίζουν την εκπαιδευτική προσέγγιση προσπαθήσουν να ακολουθήσουν μία «συνταγή», τότε αργά ή γρήγορα θα συναντήσουν ένα παιδί ή μια κατάσταση όπου η συνταγή δε θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν δεν κατανοήσουν τι να κάνουν και για ποιον λόγο, θα βρεθούν στην ίδια θέση όπως και το άτομο με αυτισμό: ανίκανοι να ξεφύγουν από την εκμαθημένη ρουτίνα και ανίδεοι για το επόμενο βήμα».

Στον τίτλο αυτού του κειμένου η λέξη «κατανόηση» παρεμβάλλεται μεταξύ των λέξεων «αυτισμός» και «διδασκαλία». Δεν είναι απλώς ένα ακόμη προσόν του εκπαιδευτή η ικανότητα να κατανοεί, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να μην οδηγηθεί σε έναν ακραίο συμπεριφορισμό, αντιμετωπίζοντας τους μαθητές του όχι ως ισότιμες με αυτόν προσωπικότητες, αλλά ως άτομα που ζουν στη σκιά του ή είναι δορυφόροι του. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι για τα παιδιά με αυτισμό ο κόσμος τους είναι τουλάχιστο τόσο σημαντικός όσο είναι και για εμάς ο δικός μας κόσμος. Νιώθουμε ότι δεν μας καταλαβαίνουν και νιώθουν ότι δεν τα καταλαβαίνουμε. Κάνουμε συχνά απεγνωσμένες προσπάθειες να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, αλλά διαισθανόμαστε ότι και από την πλευρά τους κάνουν ανάλογες προσπάθειες, χωρίς ωστόσο ο ζητούμενος κοινός κώδικας να ανακαλύπτεται. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει για πολλούς λόγους.

Για παράδειγμα, μπορεί να συμβαίνει όταν εμείς δίνουμε έμφαση στην επικοινωνία μέσω του λόγου, στην οποία πολλά παιδιά με αυτισμό ανταποκρίνονται ελάχιστα, ενώ εκείνα ίσως επιθυμούν να επικοινωνήσουν με κινήσεις, εικόνες, σύμβολα. Επειδή ο στόχος για συμβατική επικοινωνία δεν είναι σίγουρο ότι θα πραγματοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, μπορούμε, τουλάχιστο στην αρχή της γνωριμίας μας με το παιδί, να δημιουργήσουμε στη σχέση μας μαζί του ένα υπόβαθρο αγάπης και κατανόησης, αποδεχόμενοι τη διαφορετικότητά του, (συμπεριφερόμενοι σε αυτό ανάλογα με την ηλικία του) και αφήνοντάς το να εκφράζεται όπως εκείνο θέλει, παρατηρώντας όμως και καταγράφοντας συμπεριφορές και αντιδράσεις. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι οι συνθήκες και το πλαίσιο μέσα στα οποία εκδηλώνει π.χ. μία άρνηση ή μία συμπεριφορά που εμείς χαρακτηρίζουμε επιθετική. Γιατί δεν αποκλείεται –αντίθετα, συμβαίνει συχνά– την απεγνωσμένη προσπάθεια του παιδιού για επικοινωνία ή και τη δυσφορία του σε ορισμένες καταστάσεις να τις ονομάσουμε «επιθετικότητα», αδικώντας και τον εαυτό μας και το παιδί. Είναι μάλιστα πιθανό ότι από τη στιγμή που ο εκπαιδευτικός δώσει στο παιδί μία ταμπέλα, θα φροντίζει στο εξής να επαληθεύεται, εστιάζοντας πλέον μόνο σε ό,τι βλέπει να ενισχύει τον αρχικό χαρακτηρισμό του.

Θεωρώ δεδομένο ότι ο εκπαιδευτικός δεν «ανέχεται» απλώς, αλλά σέβεται και τη διαφορετικότητα και τη διαφορά και δε φοράει ποτέ το προσωπείο του φυλετικού ή του κοινωνικού ρατσισμού.

Ακόμη και στις πλέον δύσκολες περιπτώσεις παιδιών, θεωρεί ότι η αδυναμία για επικοινωνία με το παιδί είναι δική του. Τα λόγια του Νιλ για τον καλό εκπαιδευτικό που γελά μαζί με το μαθητή του και για τον κακό, που γελά εις βάρος του μαθητή του, δεν χάνουν ποτέ την ισχύ τους. Ο εαυτός μας δεν αποτελεί το μέτρο της κανονικότητας, ακόμη και όταν έχουμε απέναντί μας ένα παιδί με σοβαρή νοητική υστέρηση. Ποια θα ήταν η δική μας αντίδραση, εάν κάποιος μας αντιμετώπιζε ως υποδεέστερους, επειδή διαθέτει στις δοκιμασίες ευφυΐας επίδοση πολύ μεγαλύτερη από τη δική μας; Όταν αντιμετωπίζουμε το παιδί ως ισότιμη με εμάς προσωπικότητα, δεν είναι πλέον εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει ή να μας καταλάβει αλλά και εμείς που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το δικό του κόσμο. Και είναι σίγουρο ότι πρόκειται για έναν κόσμο που του παρέχει αυτοϊκανοποίηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε συχνά να μην αναζητά έξω από τον εαυτό του τη συνεργασία ή την ενίσχυση. Αντιθέτως, ο έξω κόσμος συνήθως το αναστατώνει και του προκαλεί μεγάλη σύγχυση και δυσφορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κάποια από τα ελάχιστα άτομα με αυτισμό που περιέγραψαν ως ενήλικες την εμπειρία τους, είπαν ότι αν επρόκειτο να ξαναγεννηθούν, θα επέλεγαν να γεννηθούν πάλι έτσι.

Όταν κανείς διδάσκει σε παιδιά με αυτισμό και σοβαρή νοητική υστέρηση, που είναι και η πλειονότητα των ατόμων με αυτισμό, θα πρέπει να ξεχάσει τα λογικά και λεκτικά επιχειρήματα, καθώς, εκτός από τον εκφραστικό, και ο προσληπτικός λόγος δεν γίνεται συνήθως κατανοητός, τουλάχιστο με το συμβατικό τρόπο, ακόμη και σε ό,τι αφορά λέξεις του πολύ βασικού καθημερινού λεξιλογίου.

Είναι πολύ πιθανό να αντιλαμβάνονται τον λόγο των άλλων ως ένδειξη του εξωτερικού περιβάλλοντος, ισότιμη με άλλες ενδείξεις, όπως οι διάφοροι θόρυβοι, οι χειρονομίες κλπ. Για τα παιδιά με αυτισμό «μιλάω» δεν σημαίνει απαραιτήτως «επικοινωνώ». Σ’ αυτή την παρατήρηση θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ακόμη και όταν έχουμε ικανοποιητικό επίπεδο πρόσληψης και κατανόησης, προκύπτουν απροσδόκητες καταστάσεις (όπως π.χ. από τη χρήση των μεταφορών). Αν ζητήσουμε από ένα παιδί με αυτισμό «να μας δώσει το χέρι του», υπάρχει η πιθανότητα να το εκλάβει κυριολεκτικά και μία έκφραση τρόμου να σχηματιστεί στο πρόσωπό του, νομίζοντας ότι θέλουμε να αποσπάσουμε το χέρι του.

Σε ό,τι αφορά τον εκφραστικό λόγο, συχνότατα πρόκειται για ηχολαλία, δηλαδή για μηχανική επανάληψη των τελευταίων λέξεων που έχουν ακούσει από τον συνομιλητή τους ή ακόμη για επανάληψη εκφράσεων που έχουν ακούσει μέρες ή εβδομάδες πριν και έχουν εντυπωθεί μέσα τους. Ωστόσο, ακόμη και τα παιδιά που δεν έχουν εκφραστικό λόγο, είναι πιθανό να έχουν προσληπτικό και να κατανοούν πολλά από αυτά που λέμε.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια στην επικοινωνία μας με παιδιά με αυτισμό και νοητική υστέρηση, είναι η αδυναμία να επικοινωνήσουμε μαζί τους λεκτικά, πράγμα που καθιστά τη διδασκαλία έργο ιδιαίτερα απαιτητικό. Ο ειδικός που θα ασχοληθεί με το παιδί θα πρέπει, εκτός από τις θεωρητικές γνώσεις πάνω στον αυτισμό, να διαθέτει μεθοδικότητα και υπομονή. Επιμένω όμως ιδιαίτερα στις ειδικές γνώσεις και στη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, που έχει εμπλουτιστεί αρκετά τα τελευταία χρόνια με τις μεταφράσεις στα ελληνικά σημαντικού αριθμού βιβλίων.

Η αδυναμία επικοινωνίας μέσω του λόγου είναι ίσως ο λόγος που πολλά παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις στις διάφορες δοκιμασίες ευφυΐας, στις οποίες τις περισσότερες φορές δεν καταγράφονται ούτε μετρώνται οι ιδιαίτερες ικανότητες των παιδιών και οι δεξιότητες που πηγάζουν από τις λεγόμενες «νησίδες ενδιαφερόντων».

Οι ειδικοί και οι γονείς μπορούν να ζητούν να γίνει στο παιδί το τεστ Psycho-educational Profile Revised (PEPR), που μετρά τις αναδυόμενες δεξιότητες σε παιδιά με αυτισμό.

Σε ό,τι αφορά την αιτιολογία του αυτισμού, έχουν γίνει αρκετές έρευνες τα τελευταία χρόνια και έχει απομακρυνθεί μάλλον οριστικά (εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες) το ενδεχόμενο να οφείλεται ο αυτισμός σε κοινωνικά ή ψυχολογικά αίτια, να είναι δηλαδή μία κατάσταση όπως π.χ. η ψύχωση. Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της ανακάλυψης σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία, αφού πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για θεραπεία, είναι ότι έχουμε στραφεί σε νέες αντιλήψεις και πρακτικές, συχνά κάπως μηχανιστικές, όπου η δόμηση του χώρου της αίθουσας διδασκαλίας και το παιδαγωγικό–διδακτικό υλικό βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών. Εφόσον ο αυτισμός δεν είναι κάτι από το οποίο «θεραπεύεται» κανείς, στόχος πλέον είναι να μάθει το παιδί να ζει μέσα σε αυτή την κατάσταση με το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυτονομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συστήματα διδασκαλίας όπως η μέθοδος TEACCH (Πανεπιστήμιο North Carolina) και η μέθοδος ABA (Applied Behavior Analysis) βρίσκουν πρόσφορο έδαφος διάδοσης και ανάπτυξης στα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων χωρών.

Παρόμοιες αντιλήψεις οδήγησαν στην ελαχιστοποίηση της σημασίας του ιστορικού του παιδιού, δηλαδή μιας σύνθεσης στοιχείων που το αφορούν, η οποία συμπεριλαμβάνει πληροφορίες για το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, το χώρο που ζει, τα προβλήματα υγείας που πιθανόν αντιμετωπίζει, καθώς και στοιχεία για το χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, τις επιλογές και τα ενδιαφέροντά του, τα πράγματα που του προκαλούν αναστάτωση, τους ειδικούς που ασχολούνται μαζί του εκτός σχολείου, την ειδική εκπαίδευση που έχει δεχθεί στο παρελθόν κλπ. Η δημιουργία του ιστορικού μέσα από διαδικασίες όπως η συνέντευξη και η συλλογή ετερόκλητων στοιχείων που αφορούν το παιδί, φέρνει τους γονείς πιο κοντά στον ειδικό και τον ειδικό πιο κοντά στο παιδί. Οι ψυχαναλυτές έδιναν μεγάλη σημασία σε στοιχεία που σχετίζονται με το οικογενειακό περιβάλλον, τις πιθανές διαμάχες μεταξύ των γονιών, την απομάκρυνση του ενός από αυτούς από το σπίτι κατά τη βρεφική ή την παιδική ηλικία, τον μόνιμο ή παροδικό χωρισμό τους και άλλα παρόμοια, με αποτέλεσμα να ξυπνούν στους γονείς ενοχές και να τους καθιστούν έμμεσα υπαίτιους για την κατάσταση του παιδιού τους. Σήμερα κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, επειδή γνωρίζουμε ότι το υπόβαθρο του αυτισμού είναι βιολογικό. Παλαιότερα όμως δεν υπήρχαν σαφή στοιχεία για τη βιολογική ή γονιδιακή αιτιολογία και συχνά τον συνέδεαν με την παιδική ψύχωση, με την οποία υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά: στην ψύχωση υπάρχει σύγχυση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, μεταξύ του μέσα με το έξω, ενώ στον αυτισμό ένα σαφέστατο όριο, συχνά ένα τείχος.

Γνωστοί παγκοσμίως ψυχαναλυτές, όπως η Φρανσουάζ Ντολτό, αναφέρουν περιπτώσεις «θεραπείας» παιδιών με αυτισμό, τις οποίες δεν μπορούμε εύκολα να αμφισβητήσουμε, εκτός και αν θεωρήσουμε ότι δεν πρόκειται για αυτισμό αλλά για παιδική ψύχωση ή για «αυτισμό» με τη γενική σημασία που απέδιδαν στον όρο οι ψυχαναλυτές (δηλαδή: άτομο εξαιρετικά εσωστρεφές, κλεισμένο στον εαυτό του) και όχι με την καθαρά ιατρική έννοια του όρου. Το σίγουρο είναι ότι η ψυχανάλυση, παρόλο που δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερα αποτελέσματα στα παιδιά, ήταν για τους γονείς μία οδός αυτογνωσίας, που τους βοηθούσε να ανακαλύψουν στοιχεία του εαυτού τους, που θα τους έκαναν λιγότερο νευρικούς και απαιτητικούς, περισσότερο υπομονετικούς και γενικότερα ανθρώπους με μεγαλύτερη κατανόηση προς το παιδί τους. Η ψυχανάλυση δημιουργούσε σε πολλές περιπτώσεις ήρεμο περιβάλλον για το παιδί, αφού οι γονείς, στρεφόμενοι στο δικό τους παρελθόν, του άφηναν μεγαλύτερο χώρο ελεύθερης έκφρασης και έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στη μη καταπιεστική και χωρίς ανάγκη επιβολής επικοινωνία μαζί του. Πέρα όμως από την ψυχανάλυση, της οποίας ο ρόλος έχει ελαχιστοποιηθεί ακόμη και στη Γαλλία σε ό,τι αφορά τον αυτισμό, υπάρχουν και άλλες μορφές και μοντέλα ψυχοθεραπείας που φαίνεται να έχουν αποτελέσματα.

Ο τρόπος που περιγράφουμε καταστάσεις και συμπεριφορές δείχνει συχνά τη στάση μας απέναντι στα παιδιά και στο φαινόμενο του αυτισμού. Είναι άλλο να λέμε ότι το παιδί «έχει το δικό του κόσμο» και άλλο να λέμε ότι «είναι στον κόσμο του».

Είναι εντελώς διαφορετικό να λέμε ότι «δεν έχουμε καλή επικοινωνία μαζί του» από το να λέμε «δεν καταλαβαίνει τίποτα». Υπάρχει ένας κανόνας, που νομίζω ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί, και ιδιαίτερα οι ειδικοί παιδαγωγοί, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη: δεν υπάρχουν παιδιά που δεν μπορούν να μάθουν, αλλά εκπαιδευτικοί που δεν προσαρμόζουν τη ύλη της διδασκαλίας στις δυνατότητες των μαθητών τους. Ακόμη και τα παιδιά που παρουσιάζουν στα τεστ νοημοσύνης εξαιρετικά χαμηλή επίδοση, μπορούν, με την απαραίτητη προσαρμογή της διδασκαλίας και ένα εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, να αντιμετωπιστούν όπως όλα τα άλλα παιδιά. Βεβαίως, οι στόχοι της διδασκαλίας σε τέτοιες περιπτώσεις αφορούν όχι την ανάγνωση, τη γραφή ή τα μαθηματικά, αλλά τις βασικές δεξιότητες επικοινωνίας, αυτοεξυπηρέτησης κλπ. Ειδικά για τα παιδιά με αυτισμό και σοβαρή νοητική υστέρηση, οι βασικοί τομείς δεξιοτήτων που θα μπορούσαν να διδαχθούν είναι οι παρακάτω:
- Αυτοεξυπηρέτηση
- Βασικές δεξιότητες της καθημερινής ζωής
- Επικοινωνία
- Γνωστικός τομέας

Σε όλες τις περιπτώσεις, ο εκπαιδευτικός προσπαθεί να στηρίζεται στις αναδυόμενες δεξιότητες, ώστε να υπάρχει μία σταθερή βάση για την εξέλιξη του προγράμματος.

Όσοι έχουν εργαστεί με παιδιά με αυτισμό, μπορούν να βεβαιώσουν ότι έχει το καθένα τη δική του διακριτή προσωπικότητα, όπως και όλα τα άλλα παιδιά.

Το ότι το σύνολο των συμπεριφορών και χαρακτηριστικών που ονομάζουμε με μία λέξη «αυτισμός» διαπερνά σχεδόν ό,τι σχετίζεται με την κοινωνική αλληλεπίδραση – κοινωνικοποίησή τους, τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και το λόγο τους, δε σημαίνει ότι δεν έχουν ταλέντα και συγκεκριμένα ενδιαφέροντα. Μάλιστα, η αγάπη για μία δραστηριότητα ή ομάδα δραστηριοτήτων μπορεί να κρατήσει ακόμη και χρόνια. (Στη σχετική ορολογία οι ιδιαίτερες αυτές κλίσεις και ενδιαφέροντα ονομάζονται «νησίδες ενδιαφερόντων»). Έτσι, συχνά συναντάμε παιδιά με ταλέντα απίστευτα και για την πραγματική και για τη νοητική τους ηλικία (π.χ. ένας μαθητής με φωτογραφική μνήμη που ξεπερνά και αυτή ατόμων με υψηλή ευφυΐα, παρότι στις δοκιμασίες ευφυΐας οι επιδόσεις του είναι εξαιρετικά χαμηλές).

Νομίζω ότι το μοντέλο που σήμερα επικρατεί σε διεθνές επίπεδο στην ειδική αγωγή, με τις διαρκείς μετρήσεις ευφυΐας, συμπεριφορών κλπ., μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε αδιέξοδο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μέτρησης ούτε να λάβουμε από τέτοιου είδους μετρήσεις (ειδικά στον αυτισμό, με τις τεράστιες αποκλίσεις από παιδί σε παιδί και τις ειδικές ικανότητες σε συγκεκριμένους τομείς) ασφαλή στατιστικά συμπεράσματα. Το πάθος των ερευνητών για διάκριση τροφοδοτείται μόνο όταν υπάρχουν επιτυχημένα αποτελέσματα. Θα πρέπει να μελετήσουμε τα αποτελέσματα χιλιάδων ερευνών για να βρούμε έστω και μία όπου οι αρχικές υποθέσεις διαψεύδονται ή έστω δεν επαληθεύονται. Έτσι, φτάνουμε στο σημείο να μας παρουσιάζεται μέσα από τη βιβλιογραφία για τον αυτισμό και γενικότερα για την ειδική αγωγή, ένα συχνά ειδυλλιακό τοπίο, ενώ στην πράξη οι δυσκολίες παραμένουν ανυπέρβλητες. Αλλά, ακόμη και αν τα στατιστικά στοιχεία ή οι μετρήσεις μάς έδιναν στοιχεία μη αμφισβητήσιμα και μη διαψεύσιμα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ειδική αγωγή αφορά συνήθως τις εξαιρέσεις, ό,τι δηλαδή συνήθως παραβλέπουν οι ποσοτικές έρευνες. Νομίζω ότι αυτό που ονομάζουμε «μελέτη περίπτωσης» ή «case study» είναι ο μοναδικός τρόπος για εμβάθυνση και κατανόηση του κόσμου του παιδιού με αυτισμό. Ο εκπαιδευτικός, μέσα από την παρατήρηση συγκεκριμένου παιδιού ή μίας μικρής ομάδας, και με τη μελέτη της σχετική βιβλιογραφίας, θα μάθει καταρχήν να παρατηρεί, να αναλύει και να αιτιολογεί συμπεριφορές, αντιδράσεις κλπ. και στη συνέχεια θα γενικεύσει εφαρμόζοντας την εμπειρία και τη γνώση του σε ανάλογες ή και διαφορετικές περιπτώσεις.

Διαφήμιση — Ζητήστε προσφορά

Ψηφιακό Γραφείο ® NOESI.gr | Τι είναι και πώς λειτουργεί;

Εικόνα NOESI.gr

Ψηφιακό Γραφείο ® NOESI.gr.Το Ψηφιακό Γραφείο ® NOESI.gr βασίζονται σε μία διαδικτυακή πλατφόρμα τηλεργασίας, προσαρμοσμένη στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης. Η πλατφόρμα παρέχει πρόσβαση σε εργαλεία που λειτουργούν εξ αποστάσεως, μέσω internet. Το Ψηφιακό Γραφείο μπορεί να συνδέεται και να υποστηρίζεται από τη Γραμματεία του NOESI.gr, ώστε να εμπλουτίζεται διαρκώς με νέο υλικό. Παρέχεται με την τεχνική υποστήριξη της Google.

Εφαρμογές του Ψηφιακού Γραφείου από το NOESI.gr.

Εικόνα συνδέσμου προς επίσκεψη.​ Μάθετε περισσότερα.

Βρείτε ένα θέμα άμεσα!

Σχετικά με τις παραπομπές στους Οδηγούς του NOESI.gr, η χρήση είναι ελεύθερη υπό τις εξής προϋποθέσεις. Είναι σημαντικό να αναφέρετε ως πηγή των πληροφοριών τη σελίδα www.noesi.gr/book εφόσον χρησιμοποιήσετε υλικό από τους Οδηγούς του NOESI.gr με οποιοδήποτε τρόπο, προφορικά ή σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Σεβαστείτε το έργο της ομάδας της νόησης στο διαδίκτυο (noesi.gr) και εξασφαλίστε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να βρίσκει έγκυρες και ενημερωμένες πληροφορίες για θέματα υγείας και πρόνοιας. Για τον σκοπό αυτό, ενημερώνουμε τις σελίδες των Οδηγών τακτικά. Μπορείτε να χρησιμοποιείτε το υλικό αυτής της ιστοσελίδας ελεύθερα, εφόσον αναφέρετε την πηγή του άρθρου (λ.χ. NOESI.gr) και το όνομα του Οδηγού (λ.χ. Οδηγός διαταραχών, Οδηγός δικαιούχων, Οδηγός παρεμβάσεων, Οδηγός υπηρεσιών κ.ά.) ή το όνομα του συντάκτη και παραθέσετε ευκρινώς τη διεύθυνση της παρούσας ιστοσελίδας — χωρίς ειδική άδεια από το NOESI.gr — λαμβάνοντας υπόψη την παρακάτω άδεια χρήσης και τον Κανονισμό Λειτουργίας του www.noesi.gr.
 
cc logo  
 

Η άδεια του παρόντος άρθρου (έργου) είναι Creative Commons — Αναφορά Δημιουργού Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές (CC BY-SA 4.0). Η άδεια αυτή επιτρέπει στους άλλους να τροποποιούν το έργο αυτό και να το αναμιγνύουν με άλλα, εφόσον αποδίδουν την αναγνώριση στην πηγή (Credit) και υπαγάγουν τα νέα έργα τους στους ίδιους όρους. Όλα τα νέα έργα που βασίζονται σε αυτό το έργο θα φέρουν την ίδια άδεια, οπότε και τα οποιαδήποτε παράγωγα θα επιτρέπουν και την εμπορική χρήση.