Στη "Ρώμη" που πληγώναμε...
Την έλεγαν Ρώμη! Αναρωτιέμαι γιατί έδωσαν ένα τόσο παράξενο όνομα σε ένα παιδί. Ίσως γιατί και το ίδιο το παιδί ήταν τόσο διαφορετικό, τόσο αλλιώτικο από οποιοδήποτε άλλο παιδί στον κόσμο! Έτσι πίστευα τότε! Γιατί όλος μου ο κόσμος τότε, ήταν η πάνω και η κάτω γειτονιά.
Τέλη δεκαετίας του '70 με αρχές του '80, στα Βριλήσσια.
Η Ρώμη ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, αδελφή της Νάντιας, με την οποία είχα την ίδια ηλικια. Εκείνες άνηκαν στην πάνω γειτονία κι εγώ στην κάτω. Οι δυο γειτονίες ήταν αντίπαλες. Όταν ξεχνούσαμε την διαμάχη μας, παίζαμε και μεταξύ μας.
Οι δυο αδελφές ήταν πάντα μαζί. Η Ρώμη δεν ξεκολλούσε από την Νάντια. Δεν ξέραμε. Δεν μας είχε πει ποτέ κανείς τίποτα. Για μας ήταν απλώς χαζή. Τόσο απλά. Γιατί για τα παιδιά όλα είναι τόσο απλά. Είμαι δυνατός κι εσύ αδύναμος. Είμαι έξυπνος κι εσύ χαζός. Εγώ μπορώ εσύ δεν μπορείς.
Δεν την διώξαμε ποτέ από κοντά μας, ούτε την βρίσαμε, ούτε την χλευάσαμε, γιατί για μας ήταν η φυσική προέκταση της Ναντιας. Περπατούσε, αλλά κάπως παράξενα.
Μας κοιτούσε, αλλά κάπως σαστισμένα. Είχε κοντά, κοκκινόξανθα και πολύ φουντωτά μαλλιά. Και καμία φορά μας έφτυνε.
Κανείς μεγάλος δεν μας είχε ποτέ εξηγήσει γιατί η Ρώμη ήταν έτσι. Ούτε κι εμείς είχαμε αναρωτηθεί. Τα παιδιά δεν αναλύουν. Λένε απλά αυτο που νιώθουν. Μακάρι τότε κάποιος να μου είχε εξηγήσει, να μου είχε πει ότι πρέπει να είμαι καλή με την Ρώμη, να την αγαπώ και να την προσέχω. Έπρεπε κάποιος να μου πει ότι δεν γεννιούνται όλα τα παιδάκια τόσο τυχερά όσο εγώ, ότι πρέπει να προσπαθούν όλη τους τη ζωή για πράγματα που για μένα είναι απλά και ίσως δεδομένα.
Τότε ίσως να είχα αποφύγει να κάνω αυτο που έκανα και για το οποίο ακόμα ντρέπομαι.
Εκείνα τα χρόνια παίζαμε πολύ. Τι να πρωτοθυμηθώ! Κρυφτό, κυνηγητό, κόκαλο ξεκόκκαλο, ένα-δύο-τρία στοπ, ξιλίκι, βόλους, εξερευνήσεις στο ρέμα και τόσα αλλά που μόνα μας αυτοσχεδιάζαμε. Ειδικά τα καλοκαίρια ήταν η καλύτερη μας αφού μπορούσαμε να παίζουμε μέχρι και τις 11 το βράδυ. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, τρώγαμε τους καρπούς πάντα άγουρους, τσάγαλα, βερίκοκα, κορόμηλα. Οι μεγάλοι πάντα φώναζαν ότι θα πονοκοιλιάσουμε αλλά ποτέ δεν πάθαμε τίποτα. Παίζαμε πολύ και με το χώμα και τη λάσπη.
Έτσι κι εκείνη την ημέρα. Βρισκόμουν έξω από το σπίτι της φίλης μου Μαριάννας κι έφτανα κεφτεδάκια με τη λάσπη, όταν με πλησίασε η Ρώμη. Μόνη της. Με ρώτησε τι φτιάχνω και τότε στο παιδικό δαιμόνιο μυαλό μου σχηματίστηκε η απάντηση η οποία αστραπιαία βγήκε από το στόμα μου. "Κεφτεδάκια, νοστιμότατα, θέλεις να δοκιμάσεις;" Κι έγινε το κακό. Το έβαλε στο στόμα της και καταλαβαίνοντας ότι αυτο που είχε φάει δεν ήταν κεφτεδάκι, με το στόμα μπουκωμένο στη λάσπη έτρεξε μέσα στο σπίτι, στη γιαγιά της Μαριάννας. Με κατσάδιασαν για τα καλά, αλλά πάλι δεν μου εξήγησαν.
Μεγαλώσαμε, αλλάξαμε γειτονίες όχι όμως και πόλη. Είχα χρόνια να τη δω. Πριν λίγες μέρες την είδα να περπατάει στο δρόμο. Με τη μαμά της τώρα πια. Τι να κάνει άραγε η Νάντια; Έχουν περάσει παρά πολλά χρόνια, μα η Ρώμη εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο παιδί που ήταν τότε. Με βάδισμα κάπως παράξενο, βλέμμα λίγο σαστισμένο και τα ίδια κοντά κοκκινόξανθα φουντωτά μαλλιά.
- Ρώμη, σ' αγαπώ πολύ κι αν κάποτε ξαναβρεθούμε στην ίδια γειτονία, σε παρακαλώ πολύ να μου χώσεις έναν τεράστιο λασπωμένο κεφτέ στο στόμα.
Σχόλια
Υπέροχο
Αναμνήσεις...