Ο κόσμος μέσα απο τα μάτια ενός παιδιού
Γειά σας, είμαι ο Νεκτάριος, αλλά μη περιμένετε να σας το πω γιατί δε πολυμιλάω πιά. Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 17/3/2003. Η μαμά μου Αγγελική και ο μπαμπάς μου Γιώργος περίμεναν με ανηπομονησία την άφιξή μου καθώς ήρθα μετά από την μεγάλη περιπέτεια υγείας της μαμάς μου. [Λόγω καρκίνου του θυροειδή].
Είμαι ένα όμορφο αγόρι με μεγάλα μπλε μάτια που όπως όλοι λένε μέσα τους καθρεφτίζεται όλος ο ουρανός! Μεγάλωνα φυσιολογικά όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας μου, μπουσούλισα, περπάτησα είπα τις πρώτες μου λέξεις και είμουν ευτυχισμένος και όλο γέλαγα εως ότου ένα βράδυ (Σεπτέμβριος 2004) η χαρά μας κόπηκε!
Ακόμη θυμάμε αυτή τη νύχτα αλλά και τις μέρες που ακολούθησαν, σαν εφιάλτης έρχονται και με ξυπνούν τις νύχτες!!! Ηταν βράδυ και είχα πιεί το γάλα μου και ο μπαμπάς απολάμβανε ένα κομμάτι χαλβά που είχε φτιαξει η γιαγιά μου, το ήθελα και μου έδωσε λίγο και τότε έγινε το κακό! Πνίγηκα, μελάνιασα, μου κόπηκε η αναπνοή. Δε κατάλαβα ακριβώς τι συνέβει μεσα στις φωνές της μαμας και στους χτύπους στην πλάτη μου, πάντως καταφερα να πάρω ανάσα μόνο που τώρα η αναπνοή μου σφύριζε.
Δεν άργησα να βρεθώ να περιμένω σε ένα μέρος περίεργο με πολλά αλλα παιδάκια να κοιμούντε η να κλαίνε στα καρότσια τους. [Στο νοσοκομείο]. Ήθελα να φύγω μα δε με άφηναν, με έβαλαν σε ένα δωμάτιο με άλλα παιδάκια που ήδη κοιμόντουσαν και φοβόμουν. Το πρωί ήρθαν τα χειρότερα. Ένας κύριος με πράσινη φόρμα και σκούφο με άρπαξε από την αγκαλιά της μαμάς μου και πήγαμε σε ένα δωμάτιο με πολλά φώτα και πλακάκια. [Στο χειρουργείο]. Με έβαλαν για ύπνο. [Σε νάρκωση].
Οταν ξύπνησα πάλι εκεί ήμουν, μόνος χωρίς τη μαμά, πόναγα και στο στήθος και δύσκολα έπερνα αναπνοή. [Για βρογχοσκόπηση]. Μόλις είδα τη μαμά τα ξέχασα όλα, τη γράπωσα γερά και ήθελα να φύγουμε, μάταιο όμως. Κάθε λίγο και λιγάκι έρχόντουσαν οι κυρίες με τις άσπρες μπλουζες καιμου έκαναν ενέσεις, μου έβαζαν μάσκα, με πονούσαν, μου φώναζαν ότι ήμουν κακό παιδί και έκλαιγα!
Μετά από μέρες (10) ένοιωσα ζεστός και πολύ άρρωστος, τότε ένας καλός κύριος μας άφησε να πάμε σπίτι αφού μας γέμισε με φάρμακα. [Για ενδονοσοκομειακή λοίμωξη].
Απο τότε όλα άλλαξαν, δε μιλάω πιά και όλο το χειμώνα είμαι άρρωστος και παίρνω τα φάρμακα με τη μάσκα και δε μου αρέσει καθόλου αυτό. Με το καιρο μπόρεσα να λέω και πάλι μαμά, μπαμπά και μαμ, αλλά τίποτε άλλο! Μόνο που ο μπαμπας και η μαμά δεν είναι ικανοποιημένοι, "γιατί δε μιλάς;" μου λένε.
Δε ξέρω αλλα νομίζω ότι δε χρειάζεται να πω άλλα, αφού ότι θέλω τους το δείχνω, τους πέρνω από το χέρι και τους δείχνω τι θέλω. Ομως δε πρέπει να είναι αρκετό, το βλέπω στο απογοητευμένο βλέμμα τους.
Έτσι πριν μήνες (3) με πήγαν πάλι σε μια κυρία που με κρατησε στο νοσοκομείο και πάλι οι άσπρες μπλούζες με βασάνιζαν και εγώ έκλαιγα, μόνο που κράτησε για λίγες μέρες. Οι νυχτερινοί εφιάλτες όμως ξαναξύπνησαν!
Τώρα τελευταία ο μπαμπάς και η μαμά μου γνωρίζουν καινούργιους ανθρώπους για να με βοηθήσουν να ξαναμιλήσω. [Σε παιδοψυχίατρο, εργοθεραπεύτρια, λογοθεραπεύτρια].
Μα τι έχω πιά; Τους κοιτάω όλο απορία. Εγώ θέλω παιδάκια, φίλους για να παίξω, μα που πήγαν οι φίλοι μου, τα ξαδέλφια μου; Δεν παίρνω απάντηση. Άραγε τους ενοχλεί ότι δε μιλάω σαν κι αυτούς ή φταίει κάτι άλλο; [Η κοινωνική απομόνωση και προκατάληψη] ;;;;;;;;
Σχόλια
Τραυματική εμπειρία
Η άκρη του νήματος βήμα-βήμα