Σύνδρομο Πικ – Γουέρνικ (Pick – Wernicke Syndrome)
Το άλλως ονομαζόμενο "αφασία του Wernicke" (Γουέρνικ), σύνδρομο Pick-Wernicke πρόκειται για μία γενετική διαταραχή, που συνδέεται με σοβαρά προβλήματα στην επικοινωνία, κυρίως λόγω διαταραχών στην ικανότητα κατανόησης και εκφοράς του λόγου.
Πήρε το όνομα των ερευνητών που το ανακάλυψαν, των Arnold Pick και Carl Wernicke, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Xαρακτηριστικά
Στην πράξη το σύνδρομο περιγράφει την παντελή αδυναμία κατανόησης του λόγου, προφορικού και γραπτού (αφασία). Άτομα που φέρουν το σύνδρομο δεν μπορούν να μιλήσουν, να γράψουν ή να διαβάσουν. Σε ελαφρύτερες μορφές της, ή με την κατάλληλη εκπαιδευτική παρέμβαση, η διαταραχή μπορεί μην αποκλείσει κάθε ικανότητα εκφοράς λόγου, ωστόσο η διαταραχή στο λόγο παραμένει εμφανής τόσο στην άρθρωση όσο και το λεξιλόγιο. Σε διαφορετικές περιπτώσεις, ενδέχεται τα άτομα που έχουν επηρεαστεί από το σύνδρομο να μιλούν με ευφράδεια λόγου (ταχύτητα ομιλίας), ωστόσο τα λεγόμενά του δεν έχουν συνοχή, οι συνειρμοί είναι ασύνδετοι, με αποτέλεσμα να μη βγαίνει νόημα από ό,τι λέγεται. Οι συναφείς παθήσεις με το σύνδρομο αυτό είναι: αγραψία (αδυναμία γραπού λόγου), αλεξία (απουσία λεξιλογίου), παραφασία (ακατανόητος λόγος). Συχνά τα άτομα που φέρουν τη διαταραχή βρίσκονται σε κατάσταση ευφορίας και σπανιότερα φέρουν και παρανοϊκές ιδέες.
Αιτιολογία
Τα αίτια της διαταραχής είναι σαφώς γενετικά και αφορούν τη δυσλειτουργία του μέρους του εγκεφάλου που ελέγχει το λόγο και την ικανότητα μάθησης του λόγου.
Συχνά, μπορεί να παρεξηγηθεί ως αργή έναρξη λόγου, έλλειψη ερεθισμάτων, πρόβλημα ακοής, αυτισμός, νοητική υστέρηση κ.α.
Αντιμετώπιση
Όπως σε όλες τις περιπτώσεις των ατόμων με αφασία (παντελής απουσία λόγου) ή δυσφασία (διαταραχή του λόγου, χωρίς παντελή απουσία λόγου), η περισσότερο καθοριστική μέθοδος παρέμβασης είναι η λογοθεραπεία. Διάφορες μέθοδοι εστιάζουν στην υποστήριξη εναλλακτικών μεθόδων μάθησης του λόγου (εικόνες, σχήματα, νοήματα κ.α.). Αυτό που προέχει είναι να βρεθεί μία δίοδος προς την κατανόηση του λόγου.
Η θεραπευτική παρέμβαση μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανθρώπου, ωστόσο τα αποτελέσματά της είναι τα μοναδικά ασφαλή ως θεραπεία εκλογής και, πράγματι, μπορεί να επιφέρουν τεράστια άλματα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Φυσικό είναι, ότι η πρώιμη παρέμβαση είναι προτιμότερη, παρά το γεγονός ότι η αφασία μπορεί να μη διαγνωστεί όσο νωρίς θα περίμενε κανείς, δεδομένο ότι αφορά συγκεκριμένο και απόλυτο αναπτυξιακό στάδιο της ανάπτυξης του παιδιού, όπως ο λόγος.